Πώς περνάει στον καταναλωτή το χαμηλό κόστος της αιολικής ενέργειας;
Πέμπτη, 17 Οκτωβρίου 2024
Oι Παναγιώτης Λαδακάκος και Παναγιώτης Παπασταματίου συμμετείχαν στο αφιέρωμα του mononews με θέμα: Μπορεί το χαμηλό κόστος ενέργειας των ΑΠΕ να περάσει στον καταναλωτή;
Η απάντηση είναι ότι ήδη σήμερα το χαμηλό κόστος του ρεύματος από τα αιολικά πάρκα, περνάει τελικά στον καταναλωτή. Για αυτό εάν δεν είχαμε τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν στην Ελλάδα τo ρεύμα θα ήταν ακόμα ακριβότερο. Το ζητούμενο είναι αυτό το όφελος να φθάνει στον καταναλωτή πιο άμεσα και αυτόματα, χωρίς κρατικές ή ρυθμιστικές παρεμβάσεις και με μεγαλύτερη διαφάνεια. Έτσι, ο καταναλωτής θα κερδίζει περισσότερο και θα γνωρίζει πόσο τον ωφελούν τα αιολικά πάρκα και πώς μπορούν να τον ωφελήσουν ακόμα περισσότερο.
Η αναλυτική παρέμβαση στο mononews έχει ως εξής:
To μεγάλο πλεονέκτημα της αιολικής ενέργειας είναι ότι χαρακτηρίζεται από χαμηλό και σταθερό κόστος παραγωγής. Τα αιολικά πάρκα στην Ελλάδα αμείβονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία μέσω μακροχρονίων διμερών συμβάσεων με σταθερή τιμή, που αντανακλά αυτό το χαμηλό και σταθερό κόστος. Η χαμηλή και σταθερή αυτή αμοιβή δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής τιμής στο χρηματιστήριο. Για αυτό και τα αιολικά πάρκα δεν είχαν και δεν έχουν απροσδόκητα κέρδη (τα λεγόμενα υπερκέρδη) όταν οι χονδρεμπορικές τιμές αυξάνουν. Η διαφορά της χαμηλής σταθερής αμοιβής που εισπράττουν τα αιολικά πάρκα για την ενέργειά τους από την υψηλή χονδρεμπορική τιμή που καταβάλλουν οι προμηθευτές μέσω του χρηματιστήριου για την ενέργεια αυτή, αποτελεί οικονομικό πλεόνασμα που τελικά διανέμεται στους καταναλωτές. Για παράδειγμα, χάρη σε αυτό το όφελος που δημιουργούν τα αιολικά πάρκα, υπήρξαν οι πόροι που διατέθηκαν για επιδοτήσεις στους καταναλωτές κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης. Περαιτέρω η αύξηση της διείσδυσης της ηλεκτροπαραγωγής από τα αιολικά πάρκα μειώνει συνεχώς το συνολικό μέσο κόστος ηλεκτρισμού στην χώρα.
Έως και σήμερα το όφελος αυτό περνά στους καταναλωτές μέσω διαδοχικών κρατικών παρεμβάσεων ή ρυθμιστικών αποφάσεων, που δημιουργούν καθυστερήσεις και είναι από τη φύση τους μη βέλτιστες. Έτσι, ενώ είναι γεγονός ότι αν δεν είχαμε αιολικά πάρκα, το κόστος που θα πλήρωναν οι καταναλωτές για το ρεύμα θα ήταν πολύ υψηλότερο, ο κάθε καταναλωτής δεν αισθάνεται άμεσα αυτό το όφελος. Κατά κάποιο τρόπο, το όφελος που όντως του προσφέρει η αιολική ενέργεια, κρύβεται μέσα σε ένα πλέγμα ρυθμίσεων και κρατικών παρεμβάσεων. Είναι όμως υπαρκτό και σημαντικό.
Η έκθεση Draghi παραθέτει έναν εξαιρετικά αποκαλυπτικό πίνακα (βλ. Figure 6, σελ.41). Σύμφωνα με αυτόν, ενώ η Ελλάδα είναι η 4η ακριβότερη χώρα της ΕΕ στις τιμές χοντρικής, πέφτει στην 16η θέση στις τιμές λιανικής. Αυτό επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό χάρη στο προαναφερόμενο πλεόνασμα από τα αιολικά πάρκα το οποίο επιστρέφεται τελικά στον καταναλωτή. Οι διμερείς συμβάσεις που αναφέρθηκαν συμβάλλουν στο να απεξαρτηθεί (εντέλει) η τιμή που καταβάλλει ο καταναλωτής από την χονδρεμπορική τιμή στο χρηματιστήριο.
Για να θεραπευθεί το πρόβλημα που περιεγράφηκε δηλαδή για να περνάει το όφελος από την λειτουργία των φθηνών Α.Π.Ε. πιο άμεσα, αυτόματα και κυρίως με διαφάνεια στους καταναλωτές, χρειάζεται μια προσεκτική αναθεώρηση της αγοράς μας.
Η βελτίωση αυτή πρέπει να σχεδιασθεί και να γίνει προσεκτικά ώστε να συνεχίσουν οι υποψήφιοι επενδυτές Α.Π.Ε. να λαμβάνουν τα σωστά σήματα σε ποια τεχνολογία να επενδύσουν για να παράγουν ενέργεια κυρίως τις ώρες που αυτή είναι απαραίτητη και έχει μεγαλύτερη αξία. Δηλαδή, τα σήματα αυτά μέσω της οριακής τιμολόγησης της ενέργειας για την εξισορρόπηση και την εφεδρεία δεν πρέπει να αφήνουν αδιάφορους τους επενδυτές. Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα που δεν πρέπει να χαθεί διότι αντανακλά την ισορροπία προσφοράς-ζήτησης κάθε στιγμή. Στην πράξη αυτό σημαίνει λιγότερη αναλογία φωτοβολταϊκών – που δημιουργούν μεγάλη περίσσεια ενεργείας κατά τις μεσημεριανές ώρες – και μεγαλύτερη αναλογία αιολικών – που δύνανται να παράγουν όλες τις ώρες του 24ώρου.
Σημαίνει επίσης ότι πρέπει να διασφαλιστεί η παροχή ευέλικτης ισχύος με ελάχιστο κόστος. Στο πλαίσιο της κλιματικής πολιτικής, οι σχετικοί πόροι ευελιξίας που έχουν προτεραιότητα είναι η αποθήκευση, η απόκριση ζήτησης αλλά και οι διασυνδέσεις και η αξιοποίηση υφιστάμενων πόρων ευελιξίας σε γειτονικές αγορές. Αυτή είναι άλλωστε η κατεύθυνση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Πάντοτε βέβαια υπό τον περιορισμό της διασφάλισης της ευστάθειας και της ασφάλειας του συστήματος.
Όλα τα ανωτέρω πρέπει να δρομολογηθούν το συντομότερο δυνατό. Για αυτό μια από τις προτάσεις που υπέβαλε η ΕΛΕΤΑΕΝ στη διαβούλευση για το επικαιροποιημένο ΕΣΕΚ είναι το σχετικό κεφάλαιο 3.6.3 για τη βελτίωση του σχεδιασμού της αγοράς να ξεκινήσει από την Α’ περίοδο (2025-2030) και όχι να μετατεθεί για την Β’ περίοδο (2030-2040) όπως προβλέπεται στο υπό διαβούλευση σχέδιο.
Σε κάθε περίπτωση, η σχετική συζήτηση δεν πρέπει να συσκοτίζει το βασικό διακύβευμα: Για να διασφαλιστεί η παροχή φθηνής ενέργειας στους καταναλωτές, απαιτούνται δύο προϋποθέσεις:
- Η πρώτη και σημαντικότερη προϋπόθεση είναι να αυξήσουμε τις φθηνές τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής. Και η πιο φθηνή είναι η αιολική ενέργεια. Αν δεν υπήρχαν τα σημερινά αιολικά πάρκα στην Ελλάδα, το ρεύμα θα ήταν ακριβότερο. Αν δεν μειώσουμε την εξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα, το ρεύμα δεν θα φθηνύνει σε μόνιμη βάση.
- Η δεύτερη προϋπόθεση είναι να βελτιώσουμε τη λειτουργία της αγοράς – τους κανόνες και τον ανταγωνισμό – ώστε το μεγάλο οικονομικό όφελος που ήδη προσφέρει η αιολική ενέργεια στους καταναλωτές, να φθάνει σε αυτούς πιο άμεσα και με διαφάνεια.
Κατεβάστε την απάντηση σε pdf ΕΔΩ
Δείτε το αφιέρωμα στο mononews.gr ΕΔΩ